надрывный - ορισμός. Τι είναι το надрывный
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι надрывный - ορισμός


надрывный      
НАДР'ЫВНЫЙ, надрывная, надрывное; надрывен, надрывна, надрывно (·книж. ).
1. прил. к надрыв
в 4 ·знач. Надрывное настроение. Надрывный смех.
2. Надрывающий сердце (см. надорвать
), болезненно волнующий. "Какая-то свирель поет надрывно (нареч.), жалко, тонко." А.Блок.
надрывный      
прил.
Резкий, прерывистый, с надрывом; болезненно волнующий.
надрывно      
нареч.
Соотносится по знач. с прил.: надрывный.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για надрывный
1. Мотив един - грустный, надрывный, сентиментальный.
2. Услышьте, пожалуйста, надрывный крик материнских душ!
3. Фото: - Его надрывный голос помнит весь бывший Союз.
4. А цыган, разумеется, спел под гитару надрывный романс.
5. Не больше, чем от аэрофотосъемки бескрайних степей под надрывный баян.
Τι είναι надрывный - ορισμός